χαλάζα — χαλάζᾱ , χάλαζα hail fem nom/voc/acc dual χαλάζᾱ , χαλαζάω hail pres imperat act 2nd sg χαλάζᾱ , χαλαζάω hail imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλαζα — χάλαζα, η και χαλάζι, το μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο πέφτουν από την ατμόσφαιρα στο έδαφος κόκκοι πάγου: Έπεσε χαλάζι και κατάστρεψε τις καλλιέργειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάλαζα — hail fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… … Dictionary of Greek
χαλαζᾶ — χαλαζάω hail pres subj act 1st sg (doric aeolic) χαλαζάω hail pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζᾷ — χαλαζάω hail pres subj mp 2nd sg χαλαζάω hail pres ind mp 2nd sg (epic) χαλαζάω hail pres subj act 3rd sg χαλαζάω hail pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάζας — χαλάζᾱς , χάλαζα hail fem acc pl χαλάζᾱς , χάλαζα hail fem gen sg (doric aeolic) χαλάζᾱς , χαλαζάω hail imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλαζ' — χάλαζα , χάλαζα hail fem nom/voc sg χάλαζαι , χάλαζα hail fem nom/voc pl χάλαζε , χαλάω Aër. pres imperat act 2nd sg χάλαζε , χαλάω Aër. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζᾶν — χάλαζα hail fem gen pl (doric aeolic) χαλαζάω hail pres part act masc voc sg (doric aeolic) χαλαζάω hail pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χαλαζάω hail pres part act masc nom sg (doric aeolic) χαλαζᾶ̱ν , χαλαζάω hail pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζάεντι — χαλαζά̱εντι , χαλαζήεις like hail masc/neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζῶν — χάλαζα hail fem gen pl χαλαζάω hail pres part act masc voc sg χαλαζάω hail pres part act neut nom/voc/acc sg χαλαζάω hail pres part act masc nom sg (attic epic ionic) χαλαζάω hail pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)