- χάλιμος
χάλιμος, trunken, übh. thöricht, rasend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλιμος, trunken, übh. thöricht, rasend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλιμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακός» … Dictionary of Greek
χαλιμάς — άδος, ἡ, Α πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα άς, άδος, που τής προσδίδει μειωτική σημ. (πρβλ. λαικ άς, μαιν άς), ενώ το θ. της παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το ρ. χαλῶ «χαλαρώνω,… … Dictionary of Greek