χάλκωμα — anything made of bronze neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκωμα — το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ] σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. (στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη … Dictionary of Greek
χάλκωμα — το, ατος 1. χαλκός. 2. κατασκεύασμα από χαλκό, χάλκινο μαγειρικό σκεύος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκώνω — [χάλκωμα] Ν 1. (για χάλκινο σκεύος) οξειδώνομαι 2. (για τρόφιμο παρασκευασμένο ή μη) προσβάλλομαι, αλλοιώνομαι από τη σκωρία τού χαλκού 3. αποκτώ το πράσινο χρώμα τής σκωρίας τού χαλκού … Dictionary of Greek
χαλκωμάτων — χάλκωμα anything made of bronze neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώμασι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώμασιν — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώματα — χάλκωμα anything made of bronze neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώματι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκώματος — χάλκωμα anything made of bronze neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek