χάλκωμα

χάλκωμα

χάλκωμα, τό, alles aus Erz od. Kupfer Gemachte, ehernes od. kupfernes Geräth; Ar. Vesp. 1214; σύμ-μικτα Lys. 19, 27; Xen. An. 4, 1,8; eherne Tafel, Pol. 3, 26, 1, u. sonst. Bes. ein kupferner Badekessel, Plut. Demetr. 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάλκωμα — anything made of bronze neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκωμα — το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α [χαλκῶ] σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. (στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη …   Dictionary of Greek

  • χάλκωμα — το, ατος 1. χαλκός. 2. κατασκεύασμα από χαλκό, χάλκινο μαγειρικό σκεύος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκώνω — [χάλκωμα] Ν 1. (για χάλκινο σκεύος) οξειδώνομαι 2. (για τρόφιμο παρασκευασμένο ή μη) προσβάλλομαι, αλλοιώνομαι από τη σκωρία τού χαλκού 3. αποκτώ το πράσινο χρώμα τής σκωρίας τού χαλκού …   Dictionary of Greek

  • χαλκωμάτων — χάλκωμα anything made of bronze neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώμασι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώμασιν — χάλκωμα anything made of bronze neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώματα — χάλκωμα anything made of bronze neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώματι — χάλκωμα anything made of bronze neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκώματος — χάλκωμα anything made of bronze neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”