- χάσμημα
χάσμημα, τό, das Gähnende, Aufklaffende, die Oeffnung des weit aufgesperrten Mundes, Ar. Av. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάσμημα, τό, das Gähnende, Aufklaffende, die Oeffnung des weit aufgesperrten Mundes, Ar. Av. 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάσμημα — χάσμημα, το και χασμούρημα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χασμουριέμαι, βαθιά εισπνοή με το στόμα ανοιχτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάσμημα — a wide yawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσμημα — το, ΝΑ [χασμῶμαι] νεοελλ. φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη τού στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής αρχ. το… … Dictionary of Greek
χασμήματος — χάσμημα a wide yawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… … Dictionary of Greek
χασμουρητό — το, Ν 1. χάσμημα 2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek
χασμούρημα — το, ατος βλ. χάσμημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)