- χάρ-οψ
χάρ-οψ, οπος, ὁ, ἡ, poet. statt χαροπός, Opp. Cyn. 3, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάρ-οψ, οπος, ὁ, ἡ, poet. statt χαροπός, Opp. Cyn. 3, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κοράνα, Χαρ Γκόμπιντ — (Har Gοbind Khorana, Παντζάμπ 1922 –). Αμερικανός βιοχημικός, ινδικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Παντζάμπ και, αφού βραβεύτηκε στη χώρα του, πραγματοποίησε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ (Αγγλία),… … Dictionary of Greek
επίχαρμα — ἐπίχαρμα, τὸ (AM) το αντικείμενο τής επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακία αρχ. η χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ μα < θ. χαρ (πρβλ. έ χάρ ην)] … Dictionary of Greek
χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… … Dictionary of Greek
επίχαρτος — ἐπίχαρτος, ον (Α) 1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) 2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία 3. χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ (πρβλ. ε χάρ ην)] … Dictionary of Greek
επιχαρής — ἐπιχαρής, ές (Α) 1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τόν χαροποιούν; Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην… … Dictionary of Greek
κεδροχαρής — κεδροχαρής, ές (Α) αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το ξύλο του κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ε χάρ ην, αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, δακρυ χαρής] … Dictionary of Greek
κλοτσίζω — (Μ) κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ κλότσ ησα τού κλοτσῶ, κατά το σχήμα χάρ ισα: χαρ ίζω] … Dictionary of Greek
κρυμοχαρής — κρυμοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] … Dictionary of Greek
κυπελλοχάρων — κυπελλοχάρων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που ευχαριστιέται να έχει μπροστά του κύπελλα, δηλ. ο πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + χάρων (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. λεβητο χάρων, οινο χάρων] … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
Chalkiopoulo — Χαλκιόπουλο Location … Wikipedia