- χάραδρος
χάραδρος, ὁ, = χαράδρα, Plut. Agis 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάραδρος, ὁ, = χαράδρα, Plut. Agis 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χάραδρος — torrents masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάραδρος — torrents masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάραδρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (11 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Άγιοι Ασώματοι (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται NΔ του Άστρους. * * * ὁ, Α 1. χαράδρα 2. ως … Dictionary of Greek
Харадр — (Χάραδρος) 1) горная речка, в Арголиде, впадающая в Инах; 2) речка в Фокиде, протекавшая у подножья крутой скалы, на которой лежал город Харадра; 3) река в Ахее, протекавшая близ г. Аргиры. По преданию, вода этой реки имела чудесное свойство: у… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Χαράδρου — Χάραδρος torrents masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρου — χάραδρος torrents masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρους — Χάραδρος torrents masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρους — χάραδρος torrents masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρων — Χάραδρος torrents masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρων — χάραδρος torrents masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρῳ — Χάραδρος torrents masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)