- προ-εκ-πνίγω
προ-εκ-πνίγω, vorher ersticken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εκ-πνίγω, vorher ersticken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαποπνίγομαι — Α πνίγομαι προηγουμένως («εἴγε ὁρᾱν μέλλω τὸν ἐχθρὸν μου προαποπνιγόμενον», Αίσωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπνίγω «πνίγω, στραγγαλίζω»] … Dictionary of Greek
προεκπνίγω — Μ αποπνίγω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκ + πνίγω] … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
προπνιγείον — τό, Α (στις ρωμαϊκές θέρμες) χώρος που βρισκόταν πριν από το υπόκαυστο ή πυριατήριο, ήταν λιγότερο θερμό από αυτό και στο οποίο εισέρχονταν όσοι είχαν κάνει ψυχρό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πνίγω + κατάλ. εῖον] … Dictionary of Greek