χλώρασμα

χλώρασμα

χλώρασμα, τό, = χλωρότης, Galen. aus Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χλώρασμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλώρασμα — άσματος, τὸ, Α [χλωραίνομαι] χλωρότητα …   Dictionary of Greek

  • χλόασμα — το, ΝΑ [χλοάζω] ιατρ. τοπική υπέρχρωση τού δέρματος υπό μορφή καστανών κηλίδων ή πλακών, που εντοπίζονται κυρίως στο πρόσωπο αρχ. εσφ. γρφ. τού χλώρασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”