χλίω

χλίω

χλίω, warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt χλιδή, χλιδάω, χλιαρός u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χλίω — χλί̱ω , χλίω luxuriate pres subj act 1st sg χλί̱ω , χλίω luxuriate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλιώ — άω, Α χλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τού ρ. χλιαίνω, κατά τα συνηρημένα σε ῶ/ άω, που απαντά μόνο στον επικό τ. μτχ. χλιόωντι (βλ. και λ. χλιόεις)] …   Dictionary of Greek

  • χλίω — Α 1. χλιαίνω 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός 3. μτφ. χλιδῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω] …   Dictionary of Greek

  • φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …   Dictionary of Greek

  • χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • χλίει — χλί̱ει , χλίω luxuriate pres ind mp 2nd sg χλί̱ει , χλίω luxuriate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλίοντα — χλί̱οντα , χλίω luxuriate pres part act neut nom/voc/acc pl χλί̱οντα , χλίω luxuriate pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλίουσιν — χλί̱ουσιν , χλίω luxuriate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χλί̱ουσιν , χλίω luxuriate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχλίει — ἐγχλί̱ει , ἐν χλίω luxuriate pres ind mp 2nd sg ἐγχλί̱ει , ἐν χλίω luxuriate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερχλίω — Α είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»] …   Dictionary of Greek

  • φλιδών — όνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλιδόνες τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες, τινὲς δὲ σφυγμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι δ (βλ. λ. φλίω), πρβλ. χλίδων: χλιδή: χλίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”