προ-γνωρίζω

προ-γνωρίζω

προ-γνωρίζω, vorher erkennen, Arist. top. 6, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προεγνώρισαν — πρό γνωρίζω make known aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγνώρισε — πρό γνωρίζω make known aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεγνώρισεν — πρό γνωρίζω make known aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • προεξεπίσταμαι — και προὐξεπίσταμαι Α γνωρίζω καλά κάτι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»] …   Dictionary of Greek

  • πρόοιδα — Α 1. γνωρίζω καλά εκ τών προτέρων (α. «ἐὰν μὴ προειδῇ περὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν», Πλάτ. β. «τὸν καιρὸν ὃν οὐ προῄδειν ἐσόμενον», Ισοκρ.) 2. φρ. «ἐξ οὐ προειδότος» απροσδόκητα, απρόβλεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἶδα «γνωρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • προδαήναι — Α 1. το να γνωρίζει κανείς κάτι εκ τών προτέρων 2. το να μαθαίνει κανείς κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δαῆναι, απρμφ. παθ. αορ. τού άχρηστου ρ. δάω «γνωρίζω, μαθαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλώ — έω, Ν 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας 2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων 3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό 4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”