χοάνη

χοάνη

χοάνη, , zsgzgn χώνη, = χόανος, Ar. Th. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χοάνη — funnel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοάνη — και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν 1. χωνί 2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα τής μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα 2 …   Dictionary of Greek

  • χοάνη — η 1. χωνευτήρι, δοχείο ανθεχτικό στη φωτιά για την τήξη μετάλλων. 2. χωνί. 3. κοίλωμα σε σχήμα χωνιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χοάναι — Χοάνη funnel fem nom/voc pl Χοάνᾱͅ , Χοάνη funnel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοάναις — Χοάνη funnel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοάνην — Χοάνη funnel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοάνης — Χοάνη funnel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοάνῃσι — Χοάνη funnel fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χωνῶν — Χοάνη funnel fem gen pl Χών masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χῶναι — Χοάνη funnel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χώναις — Χοάνη funnel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”