- χλοῦς
χλοῦς, ὁ, zsgzgn statt χλόος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλοῦς, ὁ, zsgzgn statt χλόος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλούς — και ασυναίρ. τ. χλόος, ὁ, Α 1. (κατά τον Γαλ.) «χλοῡς ἡ χλωρότης» 2. (κατά τον Ησύχ.) «χλοῡς ὠχρότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. χλόη] … Dictionary of Greek
κακόχλους — κακόχλους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει πενιχρό φύλλωμα, λίγη χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χλους (< χλόη), πρβλ. μεσό χλους, ξανθό χλους] … Dictionary of Greek
σμαραδόχλους — ουν και οος, οον, Μ φρ. «σμαραδόχλους ὥρα» η ομορφιά τού ζωηρού πράσινου χρώματος τών σμαραγδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + χλους / χλόος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλους, φοινικό χλους] … Dictionary of Greek
εύχλους — εὔχλους, ουν και εὔχλοος, οον (Α) 1. χλοερός, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση 2. (επίθ. τής Δήμητρας) αυτή που παρέχει πλούσια, άφθονη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χλους (< χλοος < χλόη), πρβλ. ά χλοος, κακό χλοος] … Dictionary of Greek
ξανθόχλους — ξανθόχλους, ουν και οος, οον (Α) κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν τής ξερής χλόης («φοινικόχλοος ξανθόχλοος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χλοος / χλους (< χλόη)] … Dictionary of Greek
χλοιούμαι — όομαι, Α [χλόος / χλοῡς] παθ. χλοῶ* … Dictionary of Greek
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek
χλόος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χλοῡς … Dictionary of Greek
ĝhel-1 (and ghel-?), also as i-, u- or n-stem; ĝhelǝ- : ĝhlē-, ĝhlō- : ĝhlǝ- (*ĝhwel-) — ĝhel 1 (and ghel ?), also as i , u or n stem; ĝhelǝ : ĝhlē , ĝhlō : ĝhlǝ (*ĝhwel ) English meaning: to shine; green, gold, blue, *sun Deutsche Übersetzung: “glänzen, schimmern”; as Farbadjektiv: “gelb, grũn, grau or blau”… … Proto-Indo-European etymological dictionary