χολή

χολή

χολή, , = χόλος, die Galle; zuerst bei Archiloch. 48; Aesch. Prom. 493 Ch. 182; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο Soph. Ant. 997; Thuc. 2, 49; Plat. Rep. VIII, 564 b u. sonst; übrtr., Zorn, Haß, δαίμονος χολῇ βαρείᾳ δυςτυχῶς πεπληγμένοι Aesch. Ag. 1645; Widerwillen, πάνυ ἐστί μοι χολή, es ist mir ganz zum Ekel, Ar. Ran. 4; χολὴ ἐπιζεῖ, die Galle läuft über, Th. 468; χολὴν κινεῖν τινι, die Galle Einem aufregen, Vesp. 403; γυναιξὶ ἔνεστι χολή Lys. 465; οὐδεὶς ὑμῶν χολὴν οὐδ' ὀργὴν ἔχων φανήσεται Dem. 25, 27. – Bei Nic. Al. 472 der Saft des Tintenfisches.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χολή — gall fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • χολή — η 1. έκκριμα του συκωτιού που χύνεται στα έντερα και συντελεί στην πέψη των τροφών. 2. η κύστη που περιέχει το παραπάνω υγρό. 3. πικρία, κακία, λύπη: Τα λόγια του στάζουν χολή. 4. παροιμ. «Έχουν τ αντρόγυνα χολή, έχουν τ αδέρφια αμάχη», μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολῇ — χολάω to be full of black bile pres subj mp 2nd sg (doric) χολάω to be full of black bile pres ind mp 2nd sg (doric) χολάω to be full of black bile pres subj act 3rd sg (doric) χολάω to be full of black bile pres ind act 3rd sg (doric) χολάω to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὧς πολλὰ θνητοῖς ἡ χολὴ ποιεῖ κακά. — ὧς πολλὰ θνητοῖς ἡ χολὴ ποιεῖ κακά. См. Господин гневу своему господин всему …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνεστι καὶ μύρμηκι καὶ σέρφῳ χολή. — См. И у курицы сердце есть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χολαῖς — χολή gall fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολαί — χολή gall fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολήν — χολή gall fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… …   Dictionary of Greek

  • χοληφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που παροχετεύει τη χολή, χολαγωγός 2. φρ. α) «χοληφόρα τριχοειδή σωληνάρια» ανατ. λεπτότατα τριχοειδή σωληνάρια που αποτελούν πυκνότατο πλέγμα διά μέσου τών κυττάρων τών λοβίων και αποκομίζουν τη χολή που εκκρίνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”