- χολαῖος
χολαῖος, gallig, von der Galle, zu der Galle gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χολαῖος, gallig, von der Galle, zu der Galle gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χολαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολή 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χολαῑον τὸ ἧπαρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek