χολέρα — χολέρᾱ , χολέρα cholera fem nom/voc/acc dual χολέρᾱ , χολέρα cholera fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέρᾳ — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση … Dictionary of Greek
χολέρα — η 1. μολυσματική ασθένεια. 2. μτφ., ασχημομούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολέρας — χολέρᾱς , χολέρα cholera fem acc pl χολέρᾱς , χολέρα cholera fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέραι — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέραν — χολέρᾱν , χολέρα cholera fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέραις — χολέρα cholera fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέρη — χολέρα cholera fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέρην — χολέρα cholera fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολέρης — χολέρα cholera fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)