- χολη-δόχος
χολη-δόχος, die Galle aufnehmend, fassend, Lob. Phryn. 635.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χολη-δόχος, die Galle aufnehmend, fassend, Lob. Phryn. 635.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek