- χοληγικός
χοληγικός, zum Abführen der Galle gehörig, Hippocr., l. d., Andre wollen χοληγαγικός schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοληγικός, zum Abführen der Galle gehörig, Hippocr., l. d., Andre wollen χοληγαγικός schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοληγικός — ή, όν, Α [χοληγός] (πιθ. γρφ.) αυτός που συντελεί στην διοχέτευση τής χολής … Dictionary of Greek
χοληγαγικός — ή, όν, Α εσφ. γρ < ρ. αντί χοληγικός … Dictionary of Greek