χοληγός

χοληγός

χοληγός, Galle abführend, Conj. für das Vorige.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χοληγός — όν, Α αυτός που εξάγει την χολή («ταύτην φάρμακον πίσαι χοληγόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χοληγόν — χοληγός carrying off bile masc/fem acc sg χοληγός carrying off bile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • χολήϊος — ΐα, ον, Α χοληγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • χοληγαγός — όν, Α εσφ. γρφ. αντί χοληγός …   Dictionary of Greek

  • χοληγικός — ή, όν, Α [χοληγός] (πιθ. γρφ.) αυτός που συντελεί στην διοχέτευση τής χολής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”