- προ-εμ-φράσσω
προ-εμ-φράσσω, att. -ττω, vorher verstopfen, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εμ-φράσσω, att. -ττω, vorher verstopfen, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεκφραχθέντος — πρό , ἐκ φράσσω fence in aor part pass masc/neut gen sg προεκφραχθέντος , πρό ἐκφράσσω remove obstacles aor part pass masc/neut gen sg προεκφραχθέντος , πρό ἐκφράζω tell over aor part pass masc/neut gen sg προεκφραχθέντος , πρό ἐκφράζω tell over … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκφράξας — προεκφράξᾱς , πρό , ἐκ φράσσω fence in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεκφράξᾱς , πρό ἐκφράσσω remove obstacles aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεκφράξᾱς , πρό ἐκφράζω tell over aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκφράττων — πρό , ἐκ φράσσω fence in pres part act masc nom sg (attic) προεκφράττων , πρό ἐκφράσσω remove obstacles pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόφρακτος — ον, Α (για οστρακόδερμο) αυτός που έχει μπροστά φράγμα, που είναι φραγμένος με μεμβράνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. κατά φρακτος] … Dictionary of Greek
προέφραττε — πρό φράσσω fence in imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)