χλοη-φόρος

χλοη-φόρος

χλοη-φόρος, junge Keime od. Saaten, Gras, Gewächse tragend, γαῖα Eur. Phoen. 650, ἔρνη 656.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χλοηφόρος — ον, ΜΑ αυτός που βγάζει χλόη ή χλωρά φύλλα («πεδιάδα εὔχορτον καὶ χλοηφόρον», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • κραστιφόρος — κραστιφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πολλή χλόη, άφθονα χόρτα («κραστιφόρος Σκυθία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράστις + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ποηφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”