- χλοηρός
χλοηρός, poet. statt χλοερός, χλωρός, Eur. Bacch. 107 u. sp. D.; bei Eur. haben einige mss. χλοήρης, wie κισσήρης gebildet, was Herm. vorzieht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλοηρός, poet. statt χλοερός, χλωρός, Eur. Bacch. 107 u. sp. D.; bei Eur. haben einige mss. χλοήρης, wie κισσήρης gebildet, was Herm. vorzieht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλοηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοηρός — ά, όν, ΜΑ χλοερός, χλωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, πον ηρός)] … Dictionary of Greek
χλοηρόν — χλοηρός masc acc sg χλοηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλοηροῖσι — χλοηρός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek