- χολαίνω
χολαίνω, = χολάω, Aesop. fab. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χολαίνω, = χολάω, Aesop. fab. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χολαίνω — ΜΑ 1. υστερώ, είμαι μειονεκτικός 2. είμαι οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. αντί τού χολῶ, άω, κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek