- χθονο-γηθής
χθονο-γηθής, ές, sich an irdischen Dingen freuend, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθονο-γηθής, ές, sich an irdischen Dingen freuend, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυρογηθής — λυρογηθής, ές (Α) αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνο γηθής, χθονο γηθής] … Dictionary of Greek