χηλινός, = χηλευτός, ἀγγεῖον, Korb, Anacr. bei Poll. 7, 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χήλινος — ίνη, ον, Α χηλευτός, πλεχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανάγεται πιθ. στη λ. χηλή* ή, κατ άλλους, στη λ. χηλός* «κιβώτιο»] … Dictionary of Greek
χήλινον — χήλινος masc acc sg χήλινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)