- χηλευτής
χηλευτής, ὁ, der Stricker, Flechter, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηλευτής, ὁ, der Stricker, Flechter, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηλευτής — ὁ, Α [χηλεύω] 1. αυτός που πλέκει, πλέκτης 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλευτής ὁ ῥάπτης» … Dictionary of Greek