- χθονό-πλαστος
χθονό-πλαστος, von Erde gebildet, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθονό-πλαστος, von Erde gebildet, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόπλαστος — ἱερόπλαστος, ον (Α) 1. ιερότυπος, ιερόγραφος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόπλαστα τὰ ιερόγραφα. επίρρ... ἱεροπλάστως (Α) με ιερή απεικόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, χθονό πλαστος] … Dictionary of Greek
χρυσόπλαστος — ον, Μ κατασκευασμένος από χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πλαστός (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. χθονό πλαστος] … Dictionary of Greek