- χλούνειος
χλούνειος, vom wilden Eber (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλούνειος, vom wilden Eber (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλούνειος — εία, ον, Α [χλούνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλούνη 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Χλούνειον ένα τοπωνύμιο … Dictionary of Greek
χλούνειον — χλούνειος of the wild boar masc acc sg χλούνειος of the wild boar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)