- προ-κατ-ίζω
προ-κατ-ίζω, ion. = προκαϑίζω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κατ-ίζω, ion. = προκαϑίζω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… … Dictionary of Greek