- χηνο-βοσία
χηνο-βοσία, ἡ, = χηνοβοσκία, vgl. Lob. Phryn. 521.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηνο-βοσία, ἡ, = χηνοβοσκία, vgl. Lob. Phryn. 521.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek