χθαμαλής, ές, = χϑαμαλός, Schol. Ap. Rh. 2, 981.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθαμαλής — ές, Α χθαμαλός, χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθαμαλός, κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε ης, ες] … Dictionary of Greek
χθαμαλῆς — χθαμαλός near the ground fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)