- χλανιδίσκιον
χλανιδίσκιον, τό, dim. von χλανίς, Aristaen. 1, 11. Vgl. χλανισκίδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλανιδίσκιον, τό, dim. von χλανίς, Aristaen. 1, 11. Vgl. χλανισκίδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλανιδίσκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανιδίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίς, κλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος«είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ίσκ ιον (< υποκορ. κατάλ. ίσκος), πρβλ. καλαθ ίσκ ιον, τροχ ίσκ ιον] … Dictionary of Greek
χλανιδίσκια — χλανιδίσκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία] … Dictionary of Greek