- χλανισκίδιον
χλανισκίδιον, τό, dim. von χλανίδιον, μικρόν Ar. Pax 967, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλανισκίδιον, τό, dim. von χλανίδιον, μικρόν Ar. Pax 967, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλανισκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ισκ ίδιον (< υποκορ. καταλ. ίσκος + ίδιον)] … Dictionary of Greek
χλανισκιδίων — χλανίσκιον neut gen pl χλανισκίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)