- προ-κατά-βλημα
προ-κατά-βλημα, τό, das, was man vorausbezahlt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κατά-βλημα, τό, das, was man vorausbezahlt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… … Dictionary of Greek