- χονδρο-φυής
χονδρο-φυής, ές, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, knorplig, ψῆττα Matro bei Ath. III, 135 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χονδρο-φυής, ές, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, knorplig, ψῆττα Matro bei Ath. III, 135 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστοφυής — ὀστοφυής, ές (Α) (σχετικά με ζώο) αυτός που έχει οστεώδη φύση ή ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. χονδρο φυής] … Dictionary of Greek
χονδροφυής — ές, Α αυτός τού οποίου η σύσταση αποτελείται από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής, ὀδοντο φυής] … Dictionary of Greek