χηνιδεύς

χηνιδεύς

χηνιδεύς, έως, ὁ, die junge Gans, Ael. H. A. 7, 47.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • χηνιδεῖς — χηνιδεύς gosling masc acc pl χηνιδεύς gosling masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκτιδεύς — ( έως), ο το νεογνό της αρκούδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + (πατρωνυμικό επίθημα) ιδεύς, το οποίο δηλώνει κυρίως τα νεογνά ζώων (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, χηνιδεύς κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χηνιδής — οῡς, ὁ, Α βλ. χηνιδεύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”