- χλαμύδιον
χλαμύδιον, τό, dim. von χλαμύς, Plut. Rom. 8 amat. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλαμύδιον, τό, dim. von χλαμύς, Plut. Rom. 8 amat. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλαμύδιον — shabby cloak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμυδίοις — χλαμύδιον shabby cloak neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμυδίου — χλαμύδιον shabby cloak neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμυδίῳ — χλαμύδιον shabby cloak neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμύδιο — το / χλαμύδιον, ΝΜΑ [χλαμύς, ύδος] νεοελλ. 1. βοτ. το απλό ή διπλό περιάνθιο ενός άνθους 2. στον πληθ. τα χλαμύδια α) βοτ. τα υμενώδη περιβλήματα τού σπέρματος τών φυτών β) (μικρβλ.) ομάδα ή, κατ άλλους, τάξη αρνητικών κατά Γκραμ παρασιτικών… … Dictionary of Greek
CREPUNDIA — dicta sunt quibus infantes expositi vel adulti ludebant. Iis enim, qui exponebantur, Crepundia, quibus agnoscerentur grandaevi, addi solebant, seu γνωρίσματα, raro nudis relictis. Monumenta Terentio, Eun. Act. 4. sc. 6. v. 15. In quae verba… … Hofmann J. Lexicon universale
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek