- χοινίκιον
χοινίκιον, τό, dim. von χοινίκη, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοινίκιον, τό, dim. von χοινίκη, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοινίκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινίκιον — τὸ, Α βλ. χοινίκι … Dictionary of Greek
χοινικίοις — χοινίκιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
σοινίκι — το, Ν μέτρο χωρητικότητας, ιδίως σιτηρών και οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοινίκιον, υποκορ. τού χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας σιτηρών»] … Dictionary of Greek
χοινίκι — το / χοινίκιον, ΝΑ [χοῑνιξ, χοίνικος] νεοελλ. το σοινίκι αρχ. 1. υποκορ. τού χοῑνιξ 2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης … Dictionary of Greek