- χλιερός
χλιερός, ion. statt χλιαρός, Cratin. bei Ath. 385 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλιερός, ion. statt χλιαρός, Cratin. bei Ath. 385 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλιερός — χλῑερός , χλιαρός warm masc nom sg (ionic) χλιερός warm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιερός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. χλιαρός … Dictionary of Greek
χλιερά — χλῑερά , χλιαρός warm neut nom/voc/acc pl (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc/acc dual (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) χλιερός warm neut nom/voc/acc pl χλιερά̱ , χλιερός warm fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιερῶν — χλῑερῶν , χλιαρός warm fem gen pl (ionic) χλῑερῶν , χλιαρός warm masc/neut gen pl (ionic) χλιερός warm fem gen pl χλιερός warm masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιερόν — χλῑερόν , χλιαρός warm masc acc sg (ionic) χλῑερόν , χλιαρός warm neut nom/voc/acc sg (ionic) χλιερός warm masc acc sg χλιερός warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροχλίαρος — ἀκροχλίαρος και χλίερος, ον (Α) ο λίγο ζεστός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + χλιαρός] … Dictionary of Greek
χλιαρός — ή, ό / χλιαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και ιων. τ. χλιερός, ή, όν, Α 1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό τής θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η… … Dictionary of Greek
χλιεροθαλπής — ές, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ θαλπής, κακο θαλπής] … Dictionary of Greek
ψαφαρός — ή, ό / ψαφαρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. τ. ψαφερός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, εύθρυπτος αρχ. 1. (για έδαφος) αμμώδης ή ρηγματωμένος 2. (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή σύσταση 3. (για υγρό) αραιός 4.… … Dictionary of Greek
χλιεροῖς — χλῑεροῖς , χλιαρός warm masc/neut dat pl (ionic) χλιερός warm masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιεροῖσι — χλῑεροῖσι , χλιαρός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χλιερός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)