χλεύαξ, ακος, ὁ, komisch statt χλευαστής, Poll. 9, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλεῦαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλεύαξ — ακος, ὁ, Α (κωμική λ.) χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. χλεύη με το επίθημα αξ, ακος τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. πλούτ αξ)] … Dictionary of Greek