- χλιόεις
χλιόεις, εσσα, εν, = χλιαρός; Nic. Alex. 110 ist χλιόεντι l. d. für χλιόων τι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλιόεις, εσσα, εν, = χλιαρός; Nic. Alex. 110 ist χλιόεντι l. d. für χλιόων τι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλιόεις — εσσα, εν, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιά + κατάλ. όεις*. Η ύπαρξη τού τ. υποτίθεται με βάση τον τ. χλιόεντι, ο οποίος αποτελεί διαφορετική ανάγνωση τού τ. χλιόωντι (βλ. λ. χλιῶ)] … Dictionary of Greek
χλιόεντι — χλιόεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιώ — άω, Α χλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τού ρ. χλιαίνω, κατά τα συνηρημένα σε ῶ/ άω, που απαντά μόνο στον επικό τ. μτχ. χλιόωντι (βλ. και λ. χλιόεις)] … Dictionary of Greek