- χλευαστής
χλευαστής, ὁ, der Spötter, der einen Andern schnöde behandelt, Arist. rhet. 2, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλευαστής, ὁ, der Spötter, der einen Andern schnöde behandelt, Arist. rhet. 2, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλευαστής — mocker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστής — ο, ΝΜΑ [χλευάζω] αυτός που χλευάζει, που περιγελά («οἷον χλευασταῑς καὶ κωμῷδοποιοῑς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
χλευαστής — ο αυτός που χλευάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλευασταῖς — χλευαστής mocker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευασταί — χλευαστής mocker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστήν — χλευαστής mocker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστῶν — χλευαστής mocker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστάς — χλευαστά̱ς , χλευαστής mocker masc acc pl χλευαστά̱ς , χλευαστής mocker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγελαστής — ο (θηλ. άστρα) [αναγελώ] αυτός που περιπαίζει, που ειρωνεύεται τους άλλους, είρωνας, χλευαστής, σαρκαστικός 2. αυτός που σέ ξεγελά, δόλιος «μια μοίρα αναγελάστρα» … Dictionary of Greek
επικόπτης — ἐπικόπτης, ὁ (Α) 1. χλευαστής, είρωνας 2. επικριτής … Dictionary of Greek
καταγελαστής — καταγελαστής, ὁ (Α) [καταγελώ] αυτός που γελά περιφρονητικά σε βάρος κάποιου, ο χλευαστής … Dictionary of Greek