- χοιρ-άγχη
χοιρ-άγχη, ἡ, = ὑάγχη, Sophron. bei Apoll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιρ-άγχη, ἡ, = ὑάγχη, Sophron. bei Apoll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… … Dictionary of Greek
υάγχη — η / ὑάγχη, ΝΑ νόσος τού λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οπίσθιου τμήματος τού στόματος και τού λάρυγγα αρχ. (γενικά) οξύς πόνος τού λαιμού, κυνάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν άγχη,… … Dictionary of Greek