- χοιρο-βοσκός
χοιρο-βοσκός, ὁ, der Schweinemäster, Schweinehirt, Schol. Il. 21, 282.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιρο-βοσκός, ὁ, der Schweinemäster, Schweinehirt, Schol. Il. 21, 282.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συοβοσκός — ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. μηλο βοσκός, χοιρο βοσκός] … Dictionary of Greek
χιονοβοσκός — όν, Α αυτός που τρέφεται με χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βοσκός, χοιρο βοσκός] … Dictionary of Greek
μηλοβοσκός — μηλοβοσκός, όν (Α) αυτός που εκτρέφει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. χοιρο βοσκός] … Dictionary of Greek
υοβοσκός — ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + βοσκός (πρβλ. χοιρο βοσκός)] … Dictionary of Greek
χηνοβοσκός — και χηνοβόσκος, ὁ, ΜΑ χηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + βοσκός (πρβλ. χοιρο βοσκός)] … Dictionary of Greek