χοιραδικός

χοιραδικός

χοιραδικός, = Folgdm, Hdn. Epimer. 153.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χοιραδικός — ή, ό / χοιραδικός, ή, όν, ΝΑ [χοιράς, άδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες, στα οιδήματα τών αδένων τού λαιμού νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χοιράδωση αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοιραδικόν είδος φαρμάκου …   Dictionary of Greek

  • χοιραδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες. 2. αυτός που πάσχει από χοιράδωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοιραδικά — χοιραδικός suffering from neut nom/voc/acc pl χοιραδικά̱ , χοιραδικός suffering from fem nom/voc/acc dual χοιραδικά̱ , χοιραδικός suffering from fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδικόν — χοιραδικός suffering from masc acc sg χοιραδικός suffering from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδικοί — χοιραδικός suffering from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδικούς — χοιραδικός suffering from masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιραδική — χοιραδικός suffering from fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”