- χηνύστρα
χηνύστρα, ἡ, das Gähnen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηνύστρα, ἡ, das Gähnen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηνύστρα — χηνύστρᾱ , χηνύστρα fem nom/voc/acc dual χηνύστρᾱ , χηνύστρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηνύστρα — ἡ, Α [χηνύσσω] 1. χάσμη*, χασμουρητό 2. το να στριφογυρίζει κανείς εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek
χηνυστρώ — άω, Α [χηνύστρα] (κατά τον Ησύχ.) «χηνυστρᾱσθαι χασμᾱσθαι» … Dictionary of Greek