- χθόϊνος
χθόϊνος, = χϑόνιος, nur Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθόϊνος, = χϑόνιος, nur Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθόϊνος — ΐνη, ον, Α χθόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ανώμαλα σχηματισμένος από τη λ. χθών, χθονός (χωρίς το ν τού θ.), κατ αναλογία προς το γήινος] … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek