- χλωρεύς
χλωρεύς, ὁ, ein grünlicher oder gelblicher Vogel, vielleicht einerlei mit χλωρίων, Arist. H. A. 9, 1 Ael. H. A. 5, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρεύς, ὁ, ein grünlicher oder gelblicher Vogel, vielleicht einerlei mit χλωρίων, Arist. H. A. 9, 1 Ael. H. A. 5, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρεύς — bird masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρεύς — έως, ὁ, Α είδος άγνωστου πτηνού με κιτρινωπό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
χλωρῆς — χλωράω pres ind act 2nd sg (doric) χλωράω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) χλωράζω eat green provender fut ind act 2nd sg (doric) χλωρέω pres ind act 2nd sg (doric) χλωρεύς bird masc nom pl χλωρεύς bird masc nom/voc pl χλωρός greenish… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHLORION — memoratus Aristoteli, apud Salmas. ad Spartian. in Pescennio Nigro, c. 6. Item avis, etiam χλωρεὺς dicta, quod lutei coloris; hoc enim Graecis τὸ χλωρὸν notat, qui proin et luteum in ovo χλωρὸν appellant. Alias tamen χλωρὸν et χλοερὸν etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
χλωρίδα — I (chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε… … Dictionary of Greek
χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
χλωρᾶς — χλωρᾶ̱ς , χλωράω pres ind act 2nd sg (doric) χλωρᾶ̱ς , χλωράζω eat green provender fut ind act 2nd sg (doric) χλωρεύς bird masc acc pl χλωρός greenish yellow fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρῇ — χλωράω pres subj mp 2nd sg (doric) χλωράω pres ind mp 2nd sg (doric) χλωράω pres subj act 3rd sg (doric) χλωράω pres ind act 3rd sg (doric) χλωράω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) χλωράω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) χλωράω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)