- χλωρό-κομος
χλωρό-κομος, grün belaubt, Eur. στέφανος δάφνας, I. A. 759.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρό-κομος, grün belaubt, Eur. στέφανος δάφνας, I. A. 759.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρόκομος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χλωρή κόμη, χλωρό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] … Dictionary of Greek