- πρός-κυνες
πρός-κυνες, οἱ (s. κύων), hündische Schmeichler, Speichellecker, Ath. VI, 259 a, wo man auch πρόκυνες hat ändern wollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-κυνες, οἱ (s. κύων), hündische Schmeichler, Speichellecker, Ath. VI, 259 a, wo man auch πρόκυνες hat ändern wollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ANGLIA — Insulae Britanniae pars, olim Albion, seu Albania, ab albis rupibus (ur quidam volunt) quae primum illuc navigantibus apparent, sic dicta. Hodie in duaspartes dividitur, Angliam proprie sic dictam, veteribus Lhoegriam, et Cambriam, seu Walliam.… … Hofmann J. Lexicon universale
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
επικαταβάλλω — ἐπικαταβάλλω (Α) 1. καταρρίπτω κάτι επάνω σε κάποιον 2. ρίχνω εναντίον κάποιου από ψηλό μέρος 3. αφήνω κάτι να πέσει προς τα κάτω («oἱ κύνες ἐπικαταβάλλουσι τὰ ὦτα», Ξεν.) 4. επιγρ. επιβάλλω πρόστιμο 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικαταβεβλημένος, η … Dictionary of Greek
κλάζω — (Α) 1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο 2. (για πτηνά) κρώζω («αἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.) 4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α.… … Dictionary of Greek
μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… … Dictionary of Greek
μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… … Dictionary of Greek