- χητεύω
χητεύω, Mangel leiden, bedürftig sein (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χητεύω, Mangel leiden, bedürftig sein (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χητεύω — ΜΑ έχω έλλειψη από κάτι, είμαι ενδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χατέω, ο οποίος εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē (βλ. λ. χατέω) και ρηματ. κατάλ, εύω] … Dictionary of Greek